ὀρχηδόν

ὀρχηδόν
ὀρχηδόν, Adv., ([etym.] ὄρχος)
A in a row, one after another, man by man,

λάξεσθαι Hdt.7.144

; wrongly explained as = ἄνδρας καὶ παῖδας, γυναῖκας δὲ οὔ, Sch.Aristid.3.597,599 D.; also, = ἡβηδόν, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορχηδόν — ὀρχηδόν (Α) επίρρ. βλ. ορχιδόν …   Dictionary of Greek

  • ὀρχηδόν — in a row indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορχιδόν — ὀρχιδόν ή ὀρχηδόν (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡβηδόν» 2. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή, κατ άλλη ερμ., με την προϋπόθεση ότι είναι έφηβοι («ἔμελλον λέξεσθαι ὀρχηδὸν ἕκαστος δέκα δραχμάς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀρχιδόν / ὀρχηδόν… …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”